Είναι άδικο να θυμόμαστε τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ ως σύντροφο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Δεν υπήρξε απλώς η γυναίκα στο πλευρό ενός διάσημου άνδρα. Είναι άδικο γιατί αν μη τι άλλο συγκαταλέγεται στα πρόσωπα που βελτίωσαν τη θέση της γυναίκας στη δυτική κοινωνία. Ετσι, ακόμη και αν τα κείμενά της φαίνονται σήμερα υπερβολικά, ακόμη και αν ο φεμινισμός αντιμετωπίζεται πλέον καχύποπτα, ακόμη και αν δεν ζήσαμε τη μετάβαση σε μια προοδευτική κοινωνία, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τον ρόλο της. Σε αυτή και σε κάποιες άλλες «σουφραζέτες» του 20ού αιώνα χρωστούν οι γυναίκες του 21ου την ελευθερία να μιλούν δημόσια για το σώμα τους, για τις ερωτικές τους περιπέτειες, για την επιλογή τους να συζούν αντί να παντρεύονται. Της χρωστάμε επίσης το καλό παράδειγμα του διανοουμένου που επεμβαίνει με εύστοχα σχόλια στην πολιτική ζωή (ρόλος που στις ημέρες μας έχει εκλείψει...). Τέλος, μπορούμε να της αναγνωρίσουμε κάποιες καλές λογοτεχνικές σελίδες σε κείμενα με αυτοβιογραφικά στοιχεία και φιλοσοφική τοποθέτηση. Ισως δεν πρόκειται για πεζογραφικά αριστουργήματα. Ισως τα θεατρικά έργα της έχρηζαν βελτιώσεων. Η Ντε Μπωβουάρ όμως πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προσωπικότητα, ως διανοούμενη που έδινε το "παρών" σε κάθε περίσταση (η στάση της, π.χ., στον γαλλοαλγερινό πόλεμο ήταν υποδειγματική). «Η καλεσμένη» (1943) υπήρξε το βιβλίο που την έκανε γνωστή στο αναγνωστικό κοινό, μαζί με τα αυτοβιογραφικά έργα «Οι αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης» (1958), «La force de l' age» (1960) και «La force de choses» (1963). Δημοφιλέστερος τίτλος της όμως πρέπει να θεωρηθεί «Το δεύτερο φύλο» (1949), ένα δοκίμιο για τη θέση της γυναίκας στο μεταπολεμικό κόσμο.
Γεννημένη το 1908 στην πολύ κεντρική λεωφόρο Ρασπάιγ των Παρισίων, οφείλει το «ντε» του ονόματός της στον ευγενή πατέρα της. Ο κύριος Ντε Μπωβουάρ υπήρξε δικηγόρος που θα προτιμούσε να αφήσει τα δικαστικά μέγαρα για να εργαστεί στο θέατρο. Η μητέρα της, από την άλλη, ήταν ένθερμη καθολική μεγαλοαστικής καταγωγής. Η μικρή Σιμόν χρειάστηκε να ενηλικιωθεί για να αναθεωρήσει τις θρησκευτικές απόψεις της και να αναδεχθεί τον αθεϊσμό. Από την αδελφή της, Πουπέτ, κατά δύο χρόνια μικρότερη, διδάχθηκε τη συντροφικότητα. Παρέμειναν φίλες για μια ζωή. Ως «καθώς πρέπει κόρη», η Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπήρξε υποδειγματική φοιτήτρια της Σορβόννης. Οι σπουδές Φιλοσοφίας μπορούν να νοηθούν φυσική απόληξη της αστικής κουλτούρας της εποχής. Στα πανεπιστημιακά έδρανα έμελλε να γνωρίσει και τον άνδρα που θα γινόταν ο σύντροφος της ζωής της. Με το πέρας των σπουδών της αποφάσισε, για την οικονομική της αυτονομία, να γίνει καθηγήτρια στο σχολείο. Ετσι, η αίθουσα της διδασκαλίας παρέμεινε επί σειρά ετών ο φυσικός της χώρος. Οταν ταξίδεψε στο Βερολίνο για να συνεχίσει τις σπουδές της, συνδέθηκε με μια νεαρή γυναίκα, την Ολγα, με την οποία σύναψε σχέση και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Η ιστορία τού τρίο καταγράφηκε επίσης σε βιβλίο: κάθε σταθμός της ζωής της έχει καταχωρηθεί στα ιδιότυπα λογοτεχνικά κείμενά της. Η πείρα ως πρώτη ύλη και φιλοσοφική προσέγγιση ως εργαλείο είναι οι κοινοί τόποι στο έργο της. Εντούτοις, δεν υπάρχει αυταρέσκεια στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. (Αλλωστε οι σημαντικότερες σελίδες της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας είχαν αυτόν τον χαρακτήρα).
Σε ηλικία 41 ετών η Ντε Μπωβουάρ είχε μιλήσει αρκετά για τον εαυτό της, έχοντας συμπληρώσει τέσσερις αυτοβιογραφικούς τόμους, και προχώρησε στη συγγραφή του «Δεύτερου φύλου». Την ταραγμένη, «επαναστατική» δεκαετία του 1960 η Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπήρξε πρωθιέρεια της ανατροπής· είχε δε εγκαταστήσει το ιερό της στο περίφημο καφέ Les Deux Magots, τόπο ζυμώσεων, αγορεύσεων, αντιθέσεων. Εμεινε στο πλευρό του Ζαν-Πωλ Σαρτρ ως το τέλος της ζωής του, το 1980. Τον ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Ενα ζευγάρι-θρύλος. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε είναι άδικο αλλά ταυτόχρονα αυτονόητο να θυμόμαστε την Ντε Μπωβουάρ ως σύντροφό του. Η μνήμη και εκείνου άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δική της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου