Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Άσπρα, μαύρα, κόκκινα μούρα

έντομο


χέρι


κλαδίΤα πρώτα μούρα στις μαύρες μουριές – στις άσπρες ακόμα αργούσαν – ήταν το σύνθημα ότι σε λίγο τα σχολεία τελειώνουν, για φέτος, για τα μικρά, για μας τους μεγάλους για πάντα…Για πάντα… ή για να προετοιμαστούμε ψυχολογικά για «το μεγάλο σχολείο», που ήταν το Γυμνάσιο και που ήταν μακριά, πολύ μακριά από τη γειτονιά μας και που θα έπρεπε να περπατάμε αρκετή ώρα μέχρι να φτάσουμε.
Έλεγα λοιπόν για τα μούρα, αυτά τα κοκκινόμαυρα με την ξινούτσικη γεύση, που κάθε φορά που τα σκέφτομαι το στόμα μου γεμίζει σάλιο.

Σκαρφαλώναμε απάνω στις πιο μεγάλες και τρώγαμε τα μελωμένα μούρα με τις ώρες. Καμιά φορά πιάναμε, κατά λάθος, καμιά βρωμούσα και τότε εγκαταλείπαμε το ...«φαγοπότι» και τρέχαμε να πλυθούμε, να απαλλαγούμε από τη βρώμα, αφήνοντας τα υπόλοιπα μούρα στα σπουργίτια και στ΄ άλλα πετούμενα. Θα ξαναρχόμασταν την επόμενη, αν δεν διαλέγαμε τα βερίκοκα, τα κορόμηλα ή τα κεράσια. Ανάλογα, ποια είχαν ωριμάσει περισσότερο.


η βρωμούσα



Η Νίνα μας ακολουθούσε παντού, πάντα ξινισμένη και πάντα με το ζόρι. Ποτέ και με τίποτε δεν έκανε ό,τι κάναμε εμείς τα υπόλοιπα παιδιά… Αυτό το κορίτσι ήταν « γριά από γεννησιμιού της ». Σοβαρή, σκυθρωπή και λιγομίλητη. Νομίζω δεν είχε καμιά σχέση με μας τα υπόλοιπα, απλώς μας ανεχόταν και την ανεχόμασταν, όπως ανέχεται κανείς ένα κουσούρι, που το έχει από πάντα. Δεν το θέλει μα το αγαπά ταυτόχρονα.


πουλί



Καθόταν στην άκρη όταν παίζαμε ποδόσφαιρο ή κάτω από τα δέντρα, που εμείς σκαρφαλώναμε και κάθε τόσο μας παρακαλούσε να φύγουμε. Και πού να πάμε; Πουθενά! Αρκεί να φεύγαμε απ΄ αυτό που κάναμε. Να σκαρφαλώσει μαζί με μας στις μουριές, στις καρυδιές, στις αμυγδαλιές ούτε συζήτηση. Τους καρπούς, που της προσφέραμε γυρνώντας από τη συγκομιδή, με δυσκολία τους τιμούσε. Τη σέρναμε μαζί μας έτσι για να υπάρχει κοντά μας κι ας ήταν βαρίδι στην παρέα.

Ένα πλάσμα εσωστρεφές που εμείς τότε, ούτε και το πολυψάχναμε. Ο ένας ήταν έτσι, κι ο άλλος διαφορετικός. Αυτό ήταν όλο. Εξάλλου δεν είχαμε την πολυτέλεια της επιλογής. Ήμασταν δεν ήμασταν καμιά δεκαριά όλα κι όλα και αν βάλλεις και τις τιμωρίες και τις καθημερινές «απώλειες», που είχαμε από τους γονιούς μας – πάντα κάποια αγγαρεία έβγαινε όταν ήταν να μαζευτούμε για παιγνίδι - τελικά μια χούφτα πιτσιρίκια να ζούμε στους ρυθμούς μιας μικρής κοινωνίας και μακριά από τα προβλήματα των μεγάλων.

Αυτό το καλοκαίρι που θα ακολουθούσε και που «εμείς τα μεγάλα θάπρεπε να σοβαρευτούμε», η Νίνα...


μαυρα μουρα




Photos: www.flickr.com/

1 σχόλιο:

heart n soul είπε...

δεντροσκαρφαλώματα, φρουτοπεριπέτειες, αααχχχ...