Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Τα Καλοκαίρια της Αθωότητας





Τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, έρχονται συχνά στο νου, ασχέτως αν δεν ήταν ευχάριστα πάντα.

Τα οικογενειακά: ένα τσούρμο ανθρώπων, μαζί με ξαδέρφια, θείες, θείους κατέληγαν σε ολοήμερη παραθαλάσσια εκδρομή κάτω από ένα δέντρο, αν θυμάμαι καλά, μια χαρουπιά. Δίπλα στο κύμα, σε μια απέραντη, χρυσαφένια, αμμουδιά, που τα παιδικά μας πατουσάκια δεν άντεχαν την καυτή της ανάσα.
Με όλα μας τα συμπράγκαλα προσγειωνόμασταν κυριολεκτικά, στην παραλία. Εκεί αρχίζαμε το παιγνίδι. Κολύμπι, βουτιές, τρέξιμο στην άμμο, μπάλα και βέβαια, βαρκάδα.





Παραδίπλα υπήρχε ένα μικρό ποτάμι, στο δέλτα που σχημάτιζε, όταν έφτανε στη θάλασσα, ήταν πολύ ριχά. Μπαίναμε να δροσιστούμε μετά από το παιγνίδι. Τα νερά σ΄ εκείνο το σημείο ήταν παγωμένα και γλυφά. Εκεί κρύωνε το νερό μας και το τεράστιο καρπούζι, το οποίο είχαμε φέρει μαζί και που περιμέναμε να το φάμε με μεγάλη ανυπομονησία.





Σ΄αυτό το ποτάμι κάναμε βαρκάδα. Στη μικρή βάρκα μπαίναμε δυο, συνήθως. Ο αδελφός μου με έπαιρνε για παρέα και για αντίβαρο στο πίσω μέρος της βάρκας. Έτσι θα μπορούσε να είναι αυτός ελεύθερος, όρθιος μπροστά, να καμακώνει τα ψάρια.

Σε πολλά σημεία το ποτάμι στένευε και τραβούσαμε τα κλαδιά των ευκαλύπτων ή τη βλάστηση για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε.





Κωπηλατούσε ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση από βούρλα και άλλα χόρτα και όταν έβλεπε κάτι στο βυθό, πεταγόταν όρθιος και προσπαθούσε να ισορροπήσει για να καρφώσει το καμάκι του.
Σ΄ αυτή τη φάση εγώ βρισκόμουν γαντζωμένη από τα πλαϊνά της βάρκας, η βάρκα σχεδόν κάθετα με τη μούρη στο νερό και εγώ έτοιμη να "αποβαρκαρωθώ". Ούρλιαζα δυνατά από το φόβο μου; ή το ουρλιαχτό μου έμενε βουβό; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι φοβόμουν πολύ!
Η όλη διαδικασία δεν κρατούσε πολύ και το καρυδότσουφλο που είχαμε για βάρκα τελικά δεν μας αναποδογύριζε.



Σαν αντίβαρο δεν μετρούσα και πολύ! 30 κιλά άνθρωπος τι να σου κάνει. Ο αδερφός μου, απορροφημένος στο καμάκι του, δεν είχε συνείδηση του κινδύνου.
Αυτός ο εφιάλτης-βαρκάδα δεν κράταγε ευτυχώς πολύ, η δε ψαριά μας ήταν πάντα λιγοστή. Επιστρέφαμε όμως θριαμβευτές κοντά στους άλλους και έδειχνα με περιφάνεια την ψαριά μας, αλλά μούγκα για το φόβο! Δεν μαρτυρούσα τίποτε. Δεν θα με ξανάπαιρνε στις ποταμίσιες περιπέτειές του.




Κάθε φορά ορκιζόμουν ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που πήγαινα μαζί του για ψάρεμα και κάθε φορά ξεχνούσα τους όρκους μου.
Η περιπέτεια πάνω απ΄ όλα...







Photos: http://www.flickr.com/
www.dpgr.gr